- αδιοργάνωτος
- -η, -οαυτός που δε διοργανώθηκε ή δεν είναι διοργανωμένος όπως πρέπει: Η υπηρεσία είναι ακόμη αδιοργάνωτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιοργάνωτος — η, ο (Α ἀδιοργάνωτος, ον) [διοργανῶ] αυτός που δεν διοργανώθηκε ή αυτός που δεν έχει καλή οργάνωση, ο ανοργάνωτος … Dictionary of Greek
ἀδιοργάνωτον — ἀδιοργάνωτος unorganized masc/fem acc sg ἀδιοργάνωτος unorganized neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιοργανώτους — ἀδιοργάνωτος unorganized masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιοργάνωτα — ἀδιοργάνωτος unorganized neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιοργάνιστος — ἀδιοργάνιστος, ον (Μ) [διοργανίζω] ο αδιοργάνωτος* … Dictionary of Greek